- ευπήληξ
- εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπήληξ — with beautiful helmet masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήληκα — εὐπήληξ with beautiful helmet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήληκας — εὐπήληξ with beautiful helmet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήληκες — εὐπήληξ with beautiful helmet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήληκι — εὐπήληξ with beautiful helmet masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπήληκος — εὐπήληξ with beautiful helmet masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)